- δισσογραφούμαι
- δισσογραφοῡμαι και διττογραφοῡμαι (-έομαι) (Α)1. γραμμ. γράφομαι με δύο τρόπους2. (το ουδ. τής μτχ. ενεστ.) το δισσογραφούμενονλέξη ή φράση αρχαίου κειμένου που απαντά με δύο διαφορετικές γραφές.[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + γραφούμαι < -γράφος].
Dictionary of Greek. 2013.